artichaut [aʀtiʃo] ΟΥΣ αρσ
-
- Artischocke θηλ
I. participant(e) [paʀtisipɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
II. participant(e) [paʀtisipɑ͂, ɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ) a. ΝΟΜ, ΟΙΚΟΝ
antichar <πλ antichars> [ɑ͂tiʃaʀ] ΕΠΊΘ
particularité [paʀtikylaʀite] ΟΥΣ θηλ
coparticipant(e) [kopaʀtisipɑ͂, ɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.