I. participant(e) [paʀtisipɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
II. participant(e) [paʀtisipɑ͂, ɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ) a. ΝΟΜ, ΟΙΚΟΝ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.