satisfaisant(e) [satisfəzɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
I. insatisfait(e) [ɛ͂satisfɛ, ɛt] ΕΠΊΘ
1. insatisfait:
- insatisfait(e) de qn/qc
- unzufrieden mit jdm/etw
2. insatisfait (inassouvi):
II. insatisfait(e) [ɛ͂satisfɛ, ɛt] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
insatisfaction [ɛ͂satisfaksjɔ͂] ΟΥΣ θηλ
insuffisant(e) [ɛ͂syfizɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
1. insuffisant:
2. insuffisant (en qualité):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.