I. insatisfait(e) [ɛ͂satisfɛ, ɛt] ΕΠΊΘ
1. insatisfait:
-
- unzufrieden mit jdm/etw
2. insatisfait (inassouvi):
- insatisfait(e)
-
II. insatisfait(e) [ɛ͂satisfɛ, ɛt] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- éternel insatisfait/éternelle insatisfaite
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- éternel insatisfait/éternelle insatisfaite