insuffisant(e) [ɛ͂syfizɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
1. insuffisant:
- insuffisant(e) nombre, dimension
-
2. insuffisant (en qualité):
- insuffisant(e)
-
- insuffisant(e) employé
-
- insuffisant(e) travail
-
- insuffisant(e) travail
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.