I. inférieur(e) [ɛ͂feʀjœʀ] ΕΠΊΘ
1. inférieur:
- inférieur(e) lèvre, mâchoire
-
2. inférieur (en qualité):
II. inférieur(e) [ɛ͂feʀjœʀ] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- inférieur(e)
-
- être l'inférieur(e) de qn en qc
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.