infernal(e) <-aux> [ɛ͂fɛʀnal, o] ΕΠΊΘ
1. infernal ΜΥΘΟΛ:
2. infernal (diabolique):
- infernal(e) complot, entreprise
-
3. infernal (insupportable):
- infernal(e) sort, temps
-
- infernal(e) sort, temps
-
4. infernal (endiablé):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.