I. officiel(le) [ɔfisjɛl] ΕΠΊΘ
officieux (-euse) [ɔfisjø, -jøz] ΕΠΊΘ
-  officieux (-euse)
-  
I. policier (-ière) [pɔlisje, -jɛʀ] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
II. policier (-ière) [pɔlisje, -jɛʀ] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
