I. officiel(le) [ɔfisjɛl] ΕΠΊΘ
- officiel(le)
-
- officiel(le)
-
- officiel(le) langue, sceau
- Amts-
- officiel(le) cachet, voiture
-
- officiel(le) nouvelle, communiqué
-
II. officiel(le) [ɔfisjɛl] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. officiel:
- officiel(le)
-
2. officiel ΑΘΛ:
- officiel(le)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.