communion [kɔmynjɔ͂] ΟΥΣ θηλ
1. communion (sacrement, partie de la messe):
- communion
- Kommunion θηλ
2. communion (cérémonie):
3. communion (accord):
- communion
- Übereinstimmung θηλ
II. communion [kɔmynjɔ͂] ΘΡΗΣΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.