présence [pʀezɑ͂s] ΟΥΣ θηλ
1. présence (↔ absence):
- présence d'une personne
- Anwesenheit θηλ
- présence d'une personne
- Gegenwart θηλ
- présence d'une personne
-
- présence d'une chose
- Vorhandensein ουδ
- présence policière
- Polizeipräsenz θηλ
-
- Verweildauer θηλ
-
- jdn jdm gegenüberstellen
-
- jdn mit jdm konfrontieren
-
- jdn mit etw konfrontieren
2. présence (empreinte, preuve):
3. présence (personnalité):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.