policière [pɔlisjɛʀ] ΟΥΣ θηλ
- policière
- Polizistin θηλ
- policière de la brigade antidrogue
- Drogenfahnderin θηλ
I. policier (-ière) [pɔlisje, -jɛʀ] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
II. policier (-ière) [pɔlisje, -jɛʀ] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- présence policière
- Polizeipräsenz θηλ
- comédie policière
- répression policière
- bavure policière
- pièce radiophonique policière