méthode [metɔd] ΟΥΣ θηλ
1. méthode a. ΟΙΚΟΝ:
- méthode d'apprentissage du japonais
-
- méthode comptable
-
- méthode comptable
-
- méthode de production/de vente
-
2. méthode (manuel):
3. méthode sans πλ οικ (manière de faire):
5. méthode sans πλ ΦΙΛΟΣ, ΦΥΣ ΕΠΙΣΤ:
- méthode
- Methode θηλ
II. méthode [metɔd]
méthode θηλ (livre)
- méthode
- Lehrbuch ουδ
méthode θηλ
- méthode pédagogique
-
méthode ΟΥΣ
- méthode Coué θηλ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- méthode champenoise
- méthode d'enquête
- méthode pédagogique
- méthode active
- méthode psychotechnique
- Testmethode θηλ