I. innocent(e) [inɔsɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
2. innocent (anodin):
3. innocent (candide):
II. innocent(e) [inɔsɑ͂, ɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
III. innocent(e) [inɔsɑ͂, ɑ͂t]
-
- Dorftrottel αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.