Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. underlying [βρετ ʌndəˈlʌɪɪŋ, αμερικ ˌəndərˈlaɪɪŋ] ΡΉΜΑ μετ ενεστ
underlying → underlie
II. underlying [βρετ ʌndəˈlʌɪɪŋ, αμερικ ˌəndərˈlaɪɪŋ] ΕΠΊΘ
- underlying claim, liability
-
- underlying infection, inflation, problem, tension, trend
-
underlie <μετ ενεστ underlying, prét underlay, μετ παρακειμ underlain> [βρετ ʌndəˈlʌɪ, αμερικ ˌəndərˈlaɪ] ΡΉΜΑ μεταβ
undercurrent [βρετ ˈʌndəkʌr(ə)nt, αμερικ ˈəndərˌkərənt] ΟΥΣ
1. undercurrent (in water):
2. undercurrent (in relationship, situation, conversation):
- undercurrent μτφ
-
στο λεξικό PONS
underlying [ˌʌndəˈlaɪɪŋ, αμερικ -dɚˈ-] ΕΠΊΘ
underlying [ˌʌn·dər·ˈlaɪ·ɪŋ] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.