Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. sax|on (saxonne) [saksɔ̃, ɔn] ΕΠΊΘ
- saxon (saxonne)
- Saxon
Sax|on (Saxonne) [saksɔ̃, ɔn] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- Saxon (Saxonne)
- Saxon
I. anglo-sax|on (anglo-saxonne) <αρσ πλ anglo-saxons> [ɑ̃ɡlosaksɔ̃, ɔn] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
saxon [saksɔ̃] ΟΥΣ αρσ
- saxon
- Saxon
français [fʀɑ̃sɛ] ΟΥΣ αρσ
1. français:
saxon(ne) [saksɔ̃, ɔn] ΕΠΊΘ
- saxon(ne)
- Saxon
Saxon(ne) [saksɔ̃, ɔn] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Saxon(ne)
- Saxon
saxon [sakso͂] ΟΥΣ αρσ
- saxon
- Saxon
français [fʀɑ͂sɛ] ΟΥΣ αρσ
1. français:
saxon(ne) [sakso͂, ɔn] ΕΠΊΘ
- saxon(ne)
- Saxon
Saxon(ne) [sakso͂, ɔn] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Saxon(ne)
- Saxon
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.