Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. rur|al (rurale) <αρσ πλ ruraux> [ʀyʀal, o] ΕΠΊΘ
- rural (rurale) développement, exode, milieu
- rural
- rural (rurale) hôpital, chemin, vie, origine
-
- l'espace rural
-
- exode rural
- rural depopulation
στο λεξικό PONS
I. rural(e) <-aux> [ʀyʀal, o] ΕΠΊΘ
- rural
- rural(e)
- rural
- rural(e)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.