Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
volumétrique [vɔlymetʀik] ΕΠΊΘ
- compteur volumétrique ΤΕΧΝΟΛ
-
rendement [ʀɑ̃dmɑ̃] ΟΥΣ αρσ
1. rendement (production):
2. rendement (productivité):
3. rendement (résultat):
στο λεξικό PONS
volumétrique [vɔlymetʀik] ΕΠΊΘ
rendement [ʀɑ̃dmɑ̃] ΟΥΣ αρσ
1. rendement (production):
2. rendement ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
4. rendement ΦΥΣ:
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
rendement volumétrique
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- rencaisser
- rencard
- rencarder
- rencart
- renchérir
- rendement volumétrique
- rendez-vous
- rendormir
- rendosser
- rendre
- rendu