Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. périodique [peʀjɔdik] ΕΠΊΘ
1. périodique:
2. périodique ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ:
3. périodique ΙΑΤΡ:
- périodique fièvre, maladie
-
4. périodique (hygiénique):
- périodique protection, garniture
-
5. périodique ΜΑΘ:
- périodique fonction
-
II. périodique [peʀjɔdik] ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
I. périodique [peʀjɔdik] ΕΠΊΘ
1. périodique (cyclique) a. ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ:
2. périodique (hygiénique):
II. périodique [peʀjɔdik] ΟΥΣ αρσ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ
I. périodique [peʀjɔdik] ΕΠΊΘ
1. périodique (cyclique) a. ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ:
2. périodique (hygiénique):
II. périodique [peʀjɔdik] ΟΥΣ αρσ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.