I. péripatétic|ien (péripatéticienne) [peʀipatetisjɛ̃, ɛn] ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ (θηλ) ΦΙΛΟΣ
- péripatéticien (péripatéticienne)
-
II. péripatéticienne ΟΥΣ θηλ
péripatéticienne θηλ χιουμ:
-
- péripatéticien/-ienne αρσ/θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- périnatalité
- périnatalogie
- périnéal
- périnée
- période
- péripatéticien
- péripétie
- périph
- périphérie
- périphérique
- périphrase