I. peripatetic [βρετ ˌpɛrɪpəˈtɛtɪk, αμερικ ˌpɛripəˈtɛdɪk] ΟΥΣ a. Peripatetic ΦΙΛΟΣ
- peripatetic
-
- péripatéticien (péripatéticienne)
- Peripatetic
-
- peripatetic
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.