Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. orthodoxe [ɔʀtɔdɔks] ΕΠΊΘ
1. orthodoxe (accepté):
- orthodoxe
-
2. orthodoxe ΘΡΗΣΚ:
- orthodoxe
-
II. orthodoxe [ɔʀtɔdɔks] ΟΥΣ αρσ θηλ ΘΡΗΣΚ
- orthodoxe
-
στο λεξικό PONS
I. orthodoxe [ɔʀtɔdɔks] ΕΠΊΘ
1. orthodoxe (conforme à l'opinion générale, au dogme):
I. orthodoxe [ɔʀtɔdɔks] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.