Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
chrét|ien (chrétienne) [kʀetjɛ̃, ɛn] ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- chrétien (chrétienne)
-
I. étouffe-chrétien <πλ étouffe-chrétien, étouffe-chrétiens> [etufkʀetjɛ̃] οικ ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.