Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
-
- obstination θηλ
-
- obstination θηλ
-
- obstination θηλ
-
- obstination θηλ
-
- obstination θηλ
στο λεξικό PONS
obstination [ɔpstinasjo͂] ΟΥΣ θηλ
1. obstination (entêtement):
- obstination
-
2. obstination (persévérance):
- obstination
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.