Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
nacré (nacrée) [nakʀe] ΕΠΊΘ
nacré vernis à ongles, peau, reflet:
- nacré (nacrée)
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.