Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
fidélité [fidelite] ΟΥΣ θηλ
2. fidélité (d'ami, allié, électeur, de client):
3. fidélité (de celui qui promet):
- fidélité
- faithfulness (à to)
4. fidélité (de traduction, récit):
- fidélité
-
5. fidélité (de mesure):
- fidélité
-
-
- fidélité θηλ (of de, to à)
-
- fidélité θηλ (to sb envers qn, to sth à qc)
-
- fidélité θηλ
-
- fidélité θηλ
-
- fidélité θηλ
στο λεξικό PONS
fidélité [fidelite] ΟΥΣ θηλ
fidélité [fidelite] ΟΥΣ θηλ
I. haute-fidélité <hautes-fidélités> ['otfidelite] ΕΠΊΘ αμετάβλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- fichu
- fictif
- fiction
- fictionnel
- fictivement
- fidélité
- Fidji
- fidjien
- fiduciaire
- fief
- fieffé