Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. inséparable [ɛ̃sepaʀabl] ΕΠΊΘ
inséparable phénomènes, personnes:
-
- inseparable (de from)
- Paul et son inséparable parapluie χιουμ
-
II. inséparable [ɛ̃sepaʀabl] ΟΥΣ αρσ θηλ
inséparable phénomènes, personnes:
στο λεξικό PONS
inséparable [ɛ̃sepaʀabl] ΕΠΊΘ
inséparable amis, idées:
- être inséparable de qc
-
inséparable [ɛ͂sepaʀabl] ΕΠΊΘ
inséparable amis, idées:
- être inséparable de qc
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- être inséparable de qc
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- D.E.S.S.
- D.E.U.G.
- D.J.
- D.O.M.
- D.O.M.-T.O.M.
- d'inséparables
- dab
- dacquois
- dacron
- dactyle
- dactylique