Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
trapézoïd|al (trapézoïdale) <αρσ πλ trapézoïdaux> [tʀapezɔidal, o] ΕΠΊΘ
- trapézoïdal (trapézoïdale)
-
courroie [kuʀwɑ] ΟΥΣ θηλ
2. courroie ΜΗΧΑΝΙΚΉ:
στο λεξικό PONS
trapézoïdal(e) <-aux> [tʀapezɔidal, o] ΕΠΊΘ
trapézoïdal(e) <-aux> [tʀapezɔidal, -o] ΕΠΊΘ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
courroie trapézoïdale
entraînement par courroie trapézoïdale
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- courlis
- couronne
- couronné
- couronnement
- couronner
- courroie trapézoïdale
- courroucé
- courroucer
- courroux
- cours
- course