Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
 I. alcoolisé (alcoolisée) [alkɔlize] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
alcoolisé → alcooliser
II. alcoolisé (alcoolisée) [alkɔlize] ΕΠΊΘ
I. alcooliser [alkɔlize] ΡΉΜΑ μεταβ
II. s'alcooliser ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
s'alcooliser αυτοπ ρήμα οικ, χιουμ:
I. alcooliser [alkɔlize] ΡΉΜΑ μεταβ
II. s'alcooliser ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
s'alcooliser αυτοπ ρήμα οικ, χιουμ:
 
 στο λεξικό PONS
 
 
 
 
 
 PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.