Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. édi|teur (éditrice) [editœʀ, tʀis] ΕΠΊΘ
éditeur maison, société:
- éditeur (éditrice)
-
II. édi|teur (éditrice) [editœʀ, tʀis] ΟΥΣ αρσ (θηλ) (qui présente et annote des textes)
στο λεξικό PONS
I. éditeur (-trice) [editœʀ, -tʀis] ΕΠΊΘ
I. éditeur (-trice) [editœʀ, -tʀis] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.