στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
prescriptive [βρετ prɪˈskrɪptɪv, αμερικ prəˈskrɪptɪv] ΕΠΊΘ
1. prescriptive (with set rules):
2. prescriptive ΓΛΩΣΣ:
3. prescriptive ΝΟΜ:
- prescriptive right, title
-
4. prescriptive τυπικ:
grammar [βρετ ˈɡramə, αμερικ ˈɡræmər] ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
prescriptive grammar ΟΥΣ ΓΛΩΣΣ
prescriptive [prɪ·ˈskrɪp·tɪv] ΕΠΊΘ (strict)
grammar [ˈgræ·mɚ] ΟΥΣ
-
- grammatica θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- prescribe
- prescribed
- prescript
- prescriptibility
- prescriptible
- prescriptive grammar
- prescriptivism
- presence
- presence chamber
- presence of mind
- present