στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
premature [βρετ ˈprɛmətʃə, ˈprɛmətjʊə, αμερικ ˌpriməˈtʃʊr] ΕΠΊΘ
-
- premature ejaculation
- prematuro decisione, parto, neonato
- premature
-
- premature
- precoce rughe, senilità, demenza
- premature
-
- premature ejaculation
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.