στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
pathological [βρετ paθəˈlɒdʒɪk(ə)l, αμερικ ˌpæθəˈlɑdʒək(ə)l] ΕΠΊΘ
1. pathological:
- pathological fear, hatred
-
- pathological condition
-
2. pathological:
- pathological journal
-
- pathological research
-
στο λεξικό PONS
pathological [ˌpæ·θə·ˈlɑ:·dʒɪ·kl] ΕΠΊΘ οικ
- pathological
- patologico, -a
- patologico (-a)
- pathological
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.