στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. infatuated [βρετ ɪnˈfatʃuːeɪtɪd, αμερικ ɪnˈfætʃʊɛədəd] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
infatuated → infatuate
II. infatuated [βρετ ɪnˈfatʃuːeɪtɪd, αμερικ ɪnˈfætʃʊɛədəd] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- infatuarsi di qu/qc