στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
drunken [βρετ ˈdrʌŋk(ə)n, αμερικ ˈdrəŋkən] ΕΠΊΘ
- drunken person
-
- drunken sleep, stupor
-
- drunken state
-
- drunken rage, fury
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.