στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia


counsellor, counselor [βρετ ˈkaʊns(ə)lə, αμερικ ˈkaʊns(ə)lər] ΟΥΣ
1. counsellor (adviser):
2. counsellor αμερικ ΣΧΟΛ:
3. counsellor αμερικ ΝΟΜ:
- counsellor, also counsellor-at-law
-
4. counsellor αμερικ (in holiday camp):
-
- capogruppo αρσ θηλ


στο λεξικό PONS
career counselor ΟΥΣ
- career counselor
-
counsel(l)or [ˈkaʊn·tsə·lɚ] ΟΥΣ
-
- consulente αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.