Oxford Spanish Dictionary
counselor, counsellor βρετ [αμερικ ˈkaʊns(ə)lər, βρετ ˈkaʊns(ə)lə] ΟΥΣ
1. counselor:
- counselor ΨΥΧ, ΣΧΟΛ
-
- marriage counselor or βρετ marriage guidance counsellor
-
στο λεξικό PONS
- consejero (-a)
- counselor
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.