στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
contestant [βρετ kənˈtɛst(ə)nt, αμερικ kənˈtɛstənt] ΟΥΣ
- successful candidate, contestant
-
-
- contestant
-
- contestant
στο λεξικό PONS
contestant [kən·ˈtes·tənt] ΟΥΣ
- contestant in a match, contest
- concorrente αρσ θηλ
- contestant in an election
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.