contentiously [βρετ kənˈtɛnʃəsli, αμερικ kənˈtɛn(t)ʃəsli] ΕΠΊΡΡ
1. contentiously (controversially):
- contentiously
-
2. contentiously (quarrelsomely):
- contentiously
-
-
- contentiously
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.