Oxford Spanish Dictionary
-
- contestant
-
- contestant
στο λεξικό PONS
contestant [kənˈtestənt] ΟΥΣ
-
- contestant
contestant [kən·ˈtes·tənt] ΟΥΣ
- contestant in a match
- contrincante αρσ θηλ
- contestant in an election
-
- contestant in a contest
- concursante αρσ θηλ
-
- contestant
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.