Oxford Spanish Dictionary
remote <remoter remotest> [αμερικ rəˈmoʊt, βρετ rɪˈməʊt] ΕΠΊΘ
1.1. remote:
1.2. remote cause/connection:
2.1. remote (in time):
3. remote (slight):
remote-controlled <pred remote controlled> [αμερικ rəˌmoʊtk(ə)nˈtroʊld, βρετ rɪˌməʊtk(ə)nˈtrəʊld] ΕΠΊΘ
remote control ΟΥΣ
1. remote control U (method of control):
στο λεξικό PONS
remote-controlled ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.