Oxford Spanish Dictionary
ignorant [αμερικ ˈɪɡnərənt, βρετ ˈɪɡn(ə)r(ə)nt] ΕΠΊΘ
1. ignorant (lacking knowledge):
2. ignorant (rude) βρετ:
- ignorant οικ
-
pig-ignorant [αμερικ pɪɡ ˈɪɡnərənt, βρετ] ΕΠΊΘ οικ
- pig-ignorant
- requeteignorante οικ
- sublimely ignorant/indifferent
-
- shamefully ignorant/indifferent
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.