shamefully [αμερικ ˈʃeɪmfəli, βρετ ˈʃeɪmfʊli, ˈʃeɪmf(ə)li] ΕΠΊΡΡ
- shamefully treat/deceive
-
- shamefully treat/deceive
-
- shamefully ignorant/indifferent
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.