Oxford Spanish Dictionary
greedy <greedier greediest> [αμερικ ˈɡridi, βρετ ˈɡriːdi] ΕΠΊΘ
1. greedy (for food, drink):
2. greedy (for power, wealth):
- greedy speculators
-
greedy-guts [αμερικ ˈɡridiˌɡəts, βρετ ˈɡriːdɪɡʌts] ΟΥΣ βρετ οικ esp child language χωρίς πλ
- greedy-guts
-
στο λεξικό PONS
greedy <-ier, -iest> [ˈgri:di] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.