Oxford Spanish Dictionary
dual carriageway ΟΥΣ βρετ
carriageway [αμερικ ˈkɛrədʒˌweɪ, βρετ ˈkarɪdʒweɪ] ΟΥΣ βρετ
dual [αμερικ ˈd(j)uəl, βρετ ˈdjuːəl] ΕΠΊΘ προσδιορ
1. dual (double):
2. dual (joint):
- dual ownership/interest
-
στο λεξικό PONS
dual carriageway ΟΥΣ βρετ
-
- autovía θηλ
-
- autovía θηλ
dual [ˈdju:əl, αμερικ ˈdu:-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
-
- condominio αρσ
dual [ˈdu·əl] ΕΠΊΘ αμετάβλ
-
- condominio αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- DSc
- DSM
- DSO
- DT
- DTI
- dual carriageway
- dual citizenship
- dual-control
- dual-currency period
- dual highway
- dualism