Oxford Spanish Dictionary
doubly [αμερικ ˈdəb(ə)li, βρετ ˈdʌbli] ΕΠΊΡΡ
doubly difficult/dangerous/interesting:
- doubly
-
-
- doubly
στο λεξικό PONS
doubly [ˈdʌbli] ΕΠΊΡΡ
- doubly
-
doubly [ˈdʌb·li] ΕΠΊΡΡ
- doubly
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.