Oxford Spanish Dictionary
cumbersome [αμερικ ˈkəmbərsəm, βρετ ˈkʌmbəs(ə)m], cumbrous [ˈkʌmbrəs] ΕΠΊΘ
cumbersome movements/gait:
στο λεξικό PONS
cumbersome [ˈkʌmbəsəm, αμερικ -bɚ] ΕΠΊΘ, cumbrous [ˈkʌmbrəs] ΕΠΊΘ
1. cumbersome:
2. cumbersome (awkward):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.