Oxford Spanish Dictionary
cumulative [αμερικ ˈkjumjələdɪv, ˈkjumjəˌleɪdɪv, βρετ ˈkjuːmjʊlətɪv] ΕΠΊΘ
- cumulative
-
cumulative voting ΟΥΣ U
- cumulative voting
-
- cumulativo (cumulativa)
- cumulative
- acumulativo (acumulativa)
- cumulative
στο λεξικό PONS
cumulative [ˈkju:mjʊlətɪv, αμερικ -mjələt̬ɪv] ΕΠΊΘ
1. cumulative (increasing):
- cumulative
- acumulativo, -a
cumulative [ˈkju·mjə·lə·t̬ɪv] ΕΠΊΘ
1. cumulative (increasing):
- cumulative
- acumulativo, -a
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.