Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
cumbrous [βρετ ˈkʌmbrəs, αμερικ ˈkəmbrəs] ΕΠΊΘ λογοτεχνικό
- cumbrous
-
στο λεξικό PONS
cumbersome [ˈkʌmbəsəm, αμερικ -bɚ], cumbrous ΕΠΊΘ
1. cumbersome (unwieldy):
2. cumbersome (awkward):
- cumbersome style of writing
-
cumbersome [ˈkʌm·bər·səm], cumbrous ΕΠΊΘ
1. cumbersome (unwieldy):
2. cumbersome (awkward):
- cumbersome style of writing
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.