Oxford Spanish Dictionary
grey ΕΠΊΘ ΟΥΣ βρετ
grey → gray
I. gray, grey βρετ [αμερικ ɡreɪ, βρετ ɡreɪ] ΕΠΊΘ <grayer grayest>
1.1. gray:
1.2. gray beard:
battleship [αμερικ ˈbædlˌʃɪp, βρετ ˈbat(ə)lʃɪp] ΟΥΣ
-
- acorazado αρσ
στο λεξικό PONS
I. grey [greɪ] ΟΥΣ χωρίς πλ
II. grey [greɪ] ΕΠΊΘ
battleship [ˈbætlʃɪp, αμερικ ˈbæt̬-] ΟΥΣ
-
- acorazado αρσ
battleship ΟΥΣ
-
- acorazado αρσ
grey [greɪ] ΕΠΊΘ ΟΥΣ ΡΉΜΑ αμετάβ, μεταβ
grey → gray
I. gray [greɪ] ΕΠΊΘ
4. gray (grey-haired):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.